βαθύβιος — (bathybius). Ονομασία που δόθηκε σε άμορφη βλεννώδη μάζα, η οποία ανακαλύφθηκε στα μέσα του περασμένου αιώνα από τον Χάξλεϊ σε μεγάλα βάθη του Ατλαντικού ωκεανού (5.000 6.000 μ.). Η ανακάλυψη αυτή έδωσε αφορμή για έρευνες και αντεγκλήσεις ανάμεσα … Dictionary of Greek
διάτομα — Άθροισμα μικροσκοπικών μονοκύτταρων φυτικών οργανισμών, υποδιαίρεση των κρυπτογάμων. Ονομάζονται και βακιλλαριόφυτα. Χαρακτηρίζονται από το στοιχείο ότι το κυτταρικό τους πρωτόπλασμα και τα συστατικά του (περιλαμβάνονται και τα φαιόχρωμα ή… … Dictionary of Greek
ινομύξωμα — το όγκος που αποτελείται από ινώδη και βλεννώδη ιστό … Dictionary of Greek
μούχλα — Κοινή ονομασία πολλών κατώτερων φυτικών οργανισμών· γενικά πρόκειται για μικροσκοπικούς μύκητες που σχηματίζουν πάνω στις πιο διαφορετικές ουσίες (φρούτα, ψωμί, μαρμελάδες, χόρτα κλπ.) αποικίες, άλλοτε με μορφή βελούδινη και άλλοτε με ποικίλα… … Dictionary of Greek
μυξομύωμα — το ιατρ. μύωμα που έχει υποστεί κατά τόπους βλεννώδη εκφύλιση … Dictionary of Greek
μυξοσάρκωμα — το ιατρ. είδος όγκου που είναι μεν καλοήθης, έχει υποστεί όμως κατά τόπους βλεννώδη εκφύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myxosarcoma (< μύξα + σάρκωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… … Dictionary of Greek
νούφαρο — Κοινή ονομασία πολυετών υδρόβιων φυτών, της οικογένειας των Νυμφαιιδών, που έχουν ρίζωμα παχύ, φύλλα επιπλέοντα ή πάνω από το νερό, και άνθη επιπλέοντα. Πολυάριθμα είναι τα καλλωπιστικά είδη, που καλλιεργούνται και διακοσμούν, με τα εντυπωσιακά… … Dictionary of Greek
τριχομονάδες — Γένος μαστιγοφόρων πρωτόζωων της τάξης των πολυμαστιγωτών που προκαλούν νόσημα των ουρογεννητικών οργάνων των γυναικών. Οι άνδρες προσβάλλονται σπανιότερα από τ. και μόνο ύστερα από σεξουαλική επαφή με γυναίκα που πάσχει από το νόσημα. Οι τ. στις … Dictionary of Greek
ακταιονίδες — (actaeonidae). Επιστημονική ονομασία οικογένειας μαλακίων της τάξης των πλευρόκοιλων. Ανήκουν στην υφομοταξία των οπισθοβραγχίων. Ζουν στη θάλασσα και τρέφονται με φύκια και άλλα θαλάσσια φυτά. Είναι ερμαφρόδιτα ωοτόκα ζώα και τα αβγά τους… … Dictionary of Greek